- εκτορέω
- ἐκτορέω (Α)διατρυπώ, φονεύω τρυπώντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξετόρησεν — ἐκτορέω transfix aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέτορε — ἐκτορέω transfix aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)